ισόψυχος

ισόψυχος
ἰσόψυχος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει την ίδια γνώμη ή τις ίδιες ιδέες με άλλον
αρχ.
αυτός που είναι εξίσου ανδρείος, γενναίος με κάποιον.
επίρρ...
ἰσοψύχως (Μ)
γενναίως, ανδρείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρό-ψυχος, σκληρό-ψυχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἰσόψυχος — ἰσόψῡχος , ἰσόψυχος of equal spirit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοψύχως — ἰσοψύ̱χως , ἰσόψυχος of equal spirit adverbial ἰσοψύ̱χως , ἰσόψυχος of equal spirit masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσόψυχον — ἰσόψῡχον , ἰσόψυχος of equal spirit masc/fem acc sg ἰσόψῡχον , ἰσόψυχος of equal spirit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • равнодушный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. (греч. ἰσόψυχος) единодушный, единомысленный. … …   Словарь церковнославянского языка

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισοψυχία — ἰσοψυχία ἡ (Α) [ισόψυχος] αταραξία, πραότητα …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՄԱՇՈՒՆՉ — (շնչի, ից, կամ ոյ, ոց.) NBH 2 0019 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c, 12c ա. ὀμόψυχος, ἱσόψυχος unanimis, concors, ejusdem animae, conjunctissimus. Որ ունի մի սիրտ կամ շունչ եւ հոգի ընդ այլում. համամիտ. համակամ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՇՆՉԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 2 0485 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. σύμπνους, ἱσόψυχος conspirans, unanimis, concordans. Համաշունչ. միաբան. *Չունիմ զոք ʼի սոցանէ՝ որ ընդ իս են, շնչակից. Ոսկ. փիլիպ. ՟Ժ՟Ե: *Միաւորութիւն է պատճառ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἰσοψύχοις — ἰσοψύ̱χοις , ἰσόψυχος of equal spirit masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”