ἰσόψυχος — ἰσόψῡχος , ἰσόψυχος of equal spirit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοψύχως — ἰσοψύ̱χως , ἰσόψυχος of equal spirit adverbial ἰσοψύ̱χως , ἰσόψυχος of equal spirit masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόψυχον — ἰσόψῡχον , ἰσόψυχος of equal spirit masc/fem acc sg ἰσόψῡχον , ἰσόψυχος of equal spirit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
равнодушный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. ἰσόψυχος) единодушный, единомысленный. … … Словарь церковнославянского языка
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
ισοψυχία — ἰσοψυχία ἡ (Α) [ισόψυχος] αταραξία, πραότητα … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ՀԱՄԱՇՈՒՆՉ — (շնչի, ից, կամ ոյ, ոց.) NBH 2 0019 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c, 12c ա. ὀμόψυχος, ἱσόψυχος unanimis, concors, ejusdem animae, conjunctissimus. Որ ունի մի սիրտ կամ շունչ եւ հոգի ընդ այլում. համամիտ. համակամ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՇՆՉԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 2 0485 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. σύμπνους, ἱσόψυχος conspirans, unanimis, concordans. Համաշունչ. միաբան. *Չունիմ զոք ʼի սոցանէ՝ որ ընդ իս են, շնչակից. Ոսկ. փիլիպ. ՟Ժ՟Ե: *Միաւորութիւն է պատճառ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἰσοψύχοις — ἰσοψύ̱χοις , ἰσόψυχος of equal spirit masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)